- περιάργυρος
- -ον, Ααυτός που έχει επενδυθεί με πλάκες αργύρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + ἄργυρος (πρβλ. επ-άργυρος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιάργυρος — set in silver masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαργύροις — περιάργυρος set in silver masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαργύρου — περιάργυρος set in silver masc/fem/neut gen sg περιαργυρόω case pres imperat act 2nd sg περιαργυρόω case imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαργύρους — περιάργυρος set in silver masc/fem acc pl περιαργυρόω case imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαργύρων — περιάργυρος set in silver masc/fem/neut gen pl περιαργυρόω case imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) περιαργυρόω case imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαργύρῳ — περιάργυρος set in silver masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιάργυρα — περιάργυρος set in silver neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιάργυροι — περιάργυρος set in silver masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… … Dictionary of Greek
περιαργυρώ — όω, ΝΜΑ [περιάργυρος] περικαλύπτω κάτι με ελάσματα αργύρου, ασημοδένω («ἐκπώματα ποιεῑν ἐξ αὐτῶν τὰ χείλη περιαργυροῡντας καὶ χρυσοῡντας», Αθήν.) (μσν. διακοσμώ, στολίζω κάτι … Dictionary of Greek